- ἀπαγγελτικός
- ἀπαγγελτικόςreportingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαγγελτικός — ή, ό (Α ἀπαγγελτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην απαγγελία αρχ. 1. αυτός που απαγγέλλει, που διηγείται 2. το ουδ. ως ουσ. το ἀπαγγελτικόν η εκφραστική δύναμη … Dictionary of Greek
ἀπαγγελτικά — ἀπαγγελτικός reporting neut nom/voc/acc pl ἀπαγγελτικά̱ , ἀπαγγελτικός reporting fem nom/voc/acc dual ἀπαγγελτικά̱ , ἀπαγγελτικός reporting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγγελτικόν — ἀπαγγελτικός reporting masc acc sg ἀπαγγελτικός reporting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγγελτικαί — ἀπαγγελτικός reporting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγγελτικῆς — ἀπαγγελτικός reporting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγγελτική — ἀπαγγελτικός reporting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγγελτικήν — ἀπαγγελτικός reporting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγγελτικῶς — ἀπαγγελτικός reporting adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)